- παλιανθρωπιά
- ηη πράξη που ταιριάζει σε παλιάνθρωπο, η ανέντιμη συμπεριφορά: Το να φανερώσεις το μυστικό που σου εμπιστεύθηκαν είναι παλιανθρωπιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.