παλιανθρωπιά

παλιανθρωπιά
η
η πράξη που ταιριάζει σε παλιάνθρωπο, η ανέντιμη συμπεριφορά: Το να φανερώσεις το μυστικό που σου εμπιστεύθηκαν είναι παλιανθρωπιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παλιανθρωπιά — η [παλιάνθρωπος] 1. η ιδιότητα τού παλιανθρώπου, αχρειότητα, φαυλότητα 2. αισχρή πράξη, αχρεία συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

  • εκεί — και κει (AM ἐκεῑ) επίρρ. 1. σ εκείνη τη θέση, σ εκείνο το μέρος 2. προς εκείνη την κατεύθυνση 3. χρον. τότε 4. (με άρθρο) αυτός που βρίσκεται ή γίνεται σ έναν τόπο (α. «εἰσῆλθε λαμπρός, πᾱσι τοῑς ἐκεῑ σέβας», Σοφ. β. «τράβηξε προς τα κει») 5. με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”